- ευπένθερος
- εὐπένθερος, -ον (Α)(για γαμπρό) αυτός που έχει καλό, ευγενή, γενναιόδωρο πεθερό («ευπένθερε γαμβρέ», Θεόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπένθερε — εὐπένθερος with a good father in law masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)